Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐκ βάϑρων

См. также в других словарях:

  • βάθρων — βάθρον that on which anything steps neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Мегала Метеора — См. также Монастыри Метеоры Монастырь Мегало Метеора Μεγάλο Μετέωρο …   Википедия

  • γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι …   Dictionary of Greek

  • Монастырь Святого Николая Анапавсаса — православный храм Монастырь Святого Николая Анапавсаса греч. Μονή Αγίου Νικολάου Αναπαυσά …   Википедия

  • LECTICULA Lucubratoria — apud Suet. Aug. c. 78. A caena lucubratoriam se in Lecticulam recipiebat. Ibi donec residua diurni actus conficeret, ad multam noctem permanebat. In lectum inde transgressus etc. κλινίδιον Themistio Orat. 1. eadem est cum lectulo, cuius meminit… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ROMAEI — Graece Ρ῾ωμαῖοι, Graeci dici coeperunt, a quod Imperii sedes a Constantino Magno Constantinopolim translata est: uti docet Sponius ex Inscr. Graeca, in Templo Monasterii S. Lucae, quod in Parnasso est, superstite, ΠΑΣΙ ΠΩΜΑΙΟΙΣ ΜΕΓΑΣ ΕΓΕΙΡΕ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Μετέωρα — Συγκρότημα μοναστηριών χτισμένων στην κορυφή απότομων και ξεκομμένων μεταξύ τους βράχων, διάσπαρτων σε μια έκταση περίπου τριάντα τ. χλμ., ανάμεσα στα όρη Χάσια, Αντιχάσια και Κόζιακας, του νομού Τρικάλων, στο σημείο ακριβώς, όπου ο Πηνειός… …   Dictionary of Greek

  • άρδην — Μηνιαία κοινωνιολογική εφημερίδα με εκδότη τον Πλάτωνα Δρακούλη (Αύγουστος 1885 – Ιούλιος 1887). Η εφημερίδα υποστήριξε απόψεις που συμπίπτουν με τις αρχές του νεότερου αναθεωρητικού σοσιαλισμού. * * * (AM ἄρδην, Α κ. ἀέρδην) επίρρ. [αείρω] εκ… …   Dictionary of Greek

  • ανίδρυση — η 1. η εκ νέου ίδρυση, ανοικοδόμηση εκ βάθρων 2. μτφ. ανασύσταση, αναβίωση …   Dictionary of Greek

  • βάθρο — Στη γεφυροποιία β. ονομάζονται τα μέρη εκείνα της γέφυρας όπου εδράζονται τα τόξα. Στην ουσία, χρησιμεύουν για να μεταφέρουν στο έδαφος την πίεση των υπερκειμένων φορτίων. Διακρίνονται, ανάλογα με τη θέση τους, σε ακρόβαθρα ή μεσόβαθρα. Η… …   Dictionary of Greek

  • γεφυρόζευγμα — το ο σύνδεσμος δύο διαδοχικών βάθρων μιας γέφυρας, το τμήμα τής γέφυρας το οποίο στηρίζεται σε δύο διαδοχικά βάθρα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»